χλοεροῖσιν

χλοεροῖσιν
χλοερός
verdant
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
χλωρός
greenish-yellow
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλοερός — ή, ό / χλοερός, ά, όν, ΝΜΑ χλωρός, πράσινος (α. «χλοερό λιβάδι» β. «ἐκ τόπων χλοερῶν», Πλούτ.) νεοελλ. (ιδίως για τόπο) καλυμμένος με χλόη αρχ. μτφ. ζωηρός, ακμαίος («ὣς οἳ μὲν χλοεροῑσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”